Ολλανδέζος

Ολλανδέζος
ο, θηλ. Ολλανδέζα [Ολλανδός]
Ολλανδός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λλανδέζικος — η, ο [ολλανδέζος] ολλανδικός …   Dictionary of Greek

  • Ολλανδός — Ολλανδός, ο και Ολλανδέζος, ο θηλ. Ολλανδή και Ολλανδέζα ο κάτοικος της Ολλανδίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”